φαμίλια

φαμίλια
η / φαμιλία, ΝΜΑ, και φαμιλιά και φαμελιά Ν, και φαμηλία Μ
οικογένεια
νεοελλ.
1. (ιδίως) η πολυμελής οικογένεια
2. φρ. «πάτερ φαμίλιας» — ο αρχηγός τής οικογένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. familia «οικογένεια μαζί με το υπηρετικό προσωπικό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαμιλία — φαμιλίᾱ , φαμιλία familia fem nom/voc/acc dual φαμιλίᾱ , φαμιλία familia fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαμιλίᾳ — φαμιλίᾱͅ , φαμιλία familia fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαμίλια — η φαμελιά (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαμιλίας — φαμιλίᾱς , φαμιλία familia fem acc pl φαμιλίᾱς , φαμιλία familia fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαμιλίαι — φαμιλίᾱͅ , φαμιλία familia fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαμιλίαν — φαμιλίᾱν , φαμιλία familia fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαμιλιῶν — φαμιλία familia fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαμελιά — φαμελιά, η και φαμέλια, η και φαμιλιά, η και φαμίλια, η (λ. λατ.), η οικογένεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οικία — Οικοδομή που χρησιμεύει για κατοικία. Βλ. λ. σπίτι. * * * η (ΑΜ οἰκία, Α ιων. τ. οἰκίη, κρητ. και λοκρικός τ. Fοικία) στεγασμένος χώρος ειδικά διαρρυθμισμένος για τη διαμονή τής οικογένειας, εστία τής οικογενειακής ζωής, σπίτι («οἰκίας τε… …   Dictionary of Greek

  • πατριά — Στην εθνολογία χαρακτηρίζεται η μεγάλη πατριαρχική οικογένεια και, κατόπιν, ένας τύπος στοιχειώδους κοινωνικής οργάνωσης. Η π. (στη διεθνή ορολογία αναφέρεται συχνά με τη σκοτική λέξη clan) συγκέντρωνε όλες τις οικογένειες που έχουν μεταξύ τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”